Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλητικός -ή -ό [vulitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βούληση: Bουλητικές πράξεις / δραστηριότητες. || (γραμμ.) βουλητικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το μόριο να και δηλώνουν τη θέληση του υποκειμένου για κτ.: Οι βουλητικές προτάσεις πρέπει να διακρίνονται από τις τελικές. || (ψυχ.) (ως ουσ.) το βουλητικό, το τμήμα της ψυχής που έχει σχέση με τη βούληση· (πρβ. θυμικό).
[λόγ. < ελνστ. βουλητικός `ικανός να έχει θέληση΄]