Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλευτικός -ή -ό [vuleftikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βουλευτή: Bουλευτικό αξίωμα. Bουλευτική ασυλία / αποζημίωση / σύνταξη. Bουλευτικές εκλογές.
[λόγ. < αρχ. βουλευτικός]