Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλίζω.
-
- Βουλιάζω, βυθίζομαι:
- βουλίζεις στο πλατύ πέλαγος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1196]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) εκείνος που είθε να εξαφανισθεί, να καταστραφεί:
- το βουλισμένο σπίτι (Ερωφ. Δ´ 23)·
- Χάρε, … πάντοτες βουλισμένε (Πικατ. 292)·
- β) (με λ. που δηλώνει χρόνο) καταραμένος:
- ώρα βουλισμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [118]).
- α) εκείνος που είθε να εξαφανισθεί, να καταστραφεί:
[<μτγν. βολίζω. Η μτχ. παρκ. στο Βλάχ. (‑λυ‑). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βουλιάζω, βυθίζομαι: