Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλή η.
-
- 1)
- α) Γνώμη, συμβουλή:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1074)·
- β) φρ. είμαι εις την βουλήν κάπ. = υπακούω κάπ.:
- (Λίβ. Sc. 3121)·
- γ) επιθυμία:
- (Πανώρ. Ε´ 26)·
- δ) συγκατάθεση, άδεια:
- ο γάμος τούτος να γενεί κιόλας με τη βουλή ντου (Πανώρ. Ε´ 166)·
- ωσάν του εδόθη η βουλή, στην Κόρινθον εδιάβη (Χρον. Μορ. H 4614).
- α) Γνώμη, συμβουλή:
- 2)
- α) Σκέψη:
- τον λογισμόν και την βουλήν ουδέν παρασαλεύει (Ιμπ. 323)·
- β) φρ.
- (1) κρατώ βουλή = σκέφτομαι:
- (Σαχλ., Αφήγ. 350)·
- (2) κάθομαι ή καθέζομαι εις βουλήν = συσκέπτομαι:
- (Μαχ. 4366), (Χρον. Μορ. H 8909)·
- (3) δίνω ή παίρνω ή βάνω βουλή = αποφασίζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49911), (Αλεξ. 2730), (Διγ. Άνδρ. 38512).
- (1) κρατώ βουλή = σκέφτομαι:
- α) Σκέψη:
- 3) Το συμβούλιο του βασιλιά:
- (Χρον. Μορ. H 8997).
[αρχ. ουσ. βουλή. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλή 1 η [vulí] Ο29 : 1. νομοθετικό σώμα που αποτελείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού· κοινοβούλιο: ~ των Ελλήνων / των Kοινοτήτων / των Λόρδων. Tο νομοσχέδιο ήρθε για συζήτηση στη ~. Ο πρόεδρος / το προεδρείο της βουλής. Aναθεωρητική* ~. Σύγκληση / διάλυση / σύνοδος / συνεδρίαση της βουλής. Έναρξη / λήξη των εργασιών της βουλής. 2. ο χώρος, το κτίριο όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές: Συναντήθηκαν στις σκάλες της Bουλής.
[λόγ. < αρχ. βουλή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλή 2 η (συνήθ. πληθ.) : θέληση, απόφαση: Οι βουλές του Θεού / των ανθρώπων. (έκφρ.) άγνωστες οι βουλές του Yψίστου.
[αρχ. βουλή `απόφαση ύστερα από σκέψη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βούλημα το.
-
- Συμβουλή:
- νουθέτησον βουλήματι (Διγ. Z 3967).
[αρχ. ουσ. βούλημα]
- Συμβουλή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.
[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλησιά η· βουλησά.
-
- Κατάρρευση, γκρέμισμα:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1130).
[<βουλώ + κατάλ. ‑σιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κατάρρευση, γκρέμισμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιαρχία η [vulisiarxía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση· βουλησιοκρατία.
[λόγ. βούλησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. volon tarisme]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιαρχικός -ή -ό [vulisiarxikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιαρχία· βουλησιοκρατικός.
[λόγ. βουλησιαρχ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιοκρατία η [vulisiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) βουλησιαρχία.
[λόγ. βούλησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. volontarisme]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιοκρατικός -ή -ό [vulisiokratikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιοκρατία· βουλησιαρχικός.
[λόγ. βουλησιοκρατ(ία) -ικός]