Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουκιά η [vuká] Ο24 : (λαϊκότρ.) μπουκιά.
βουκίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. βουκιά < βούκ(α) -ιά ή υστλατ. buccea με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· βουκ(ιά) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουκιά η· μπουκιά.
-
- Μπουκιά:
- (Κατζ. Γ´ 225)·
- φρ. κρούω βουκιές, βλ. κρούω φρ. 2.
[<ουσ. βούκα + κατάλ. ‑ιά. Πβ. μτγν. βουκία η ή βούκιον (L‑S Suppl., λ. ‑ία· πβ. Lampe, λ. ‑ί(ο)ν και LBG, λ. ‑κ(κ)ίον). Η λ. (Somav.) και ο τ. και σήμ.]
- Μπουκιά: