Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουβωνικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βουβωνικός, επίθ.
  • Έκφρ. βουβωνικόν πάθος = πανούκλα:
    • (Έκθ. χρον. 6814).

[μτγν. επίθ. βουβωνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβωνικός -ή -ό [vuvonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους βουβώνες: Bουβωνική χώρα, οι βουβώνες. Bουβωνική πανώλη. Bουβωνική κήλη, η βουβωνοκήλη.

[λόγ. < ελνστ. βουβωνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες