Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουβαμάρα η [vuvamára] Ο25α : α. η κατάσταση του βουβού, αφωνία: ~ σ΄ έπιασε και δε μιλάς; β. απουσία ομιλίας, σιωπή, σιγή: Έπεσε μεγάλη ~ στην παρέα.
[βουβ(ός) -αμάρα]