Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουβάλι το [vuváli] Ο44 : 1. βοοειδές με πολύ μεγάλα κέρατα: Aγέλη βουβαλιών. Kρέας / γάλα βουβαλιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. ογκώδη, δυσκίνητο. β. αργόστροφο, αναίσθητο.
βουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βουβάλι(ον) υποκορ. του ελνστ. βούβαλ(ος) (στη νέα σημ.) -ιον < αρχ. βούβαλος `αφρικανική αντιλόπη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβάλι το,
- βλ. βουβάλιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβαλικός, επίθ.· βουβάλικος.
-
- α) Που προέρχεται από βουβάλι:
- σκουτάριν ενδυμένον με βουβάλικα βυρσάρια (Τρωικά 5339)·
- β) ντυμένος με δέρμα βουβαλιού:
- συρτάριν μαύρον βουβαλικόν σιδηρόδετον (Κώδ. Πάτμου I 27).
[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. το 10. αι.]
- α) Που προέρχεται από βουβάλι:
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβάλιν το,
- βλ. βουβάλιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβαλίνα η.
-
- Βουβάλα:
- γάλα βουβαλίνας (Πτωχολ. α 464).
[<ουσ. βούβαλος ή βουβάλι + κατάλ. ‑ίνα]
- Βουβάλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβάλιον το· βουβάλι· βουβάλιν.
-
- 1) Είδος βοοειδούς:
- (Ανακάλ. 81)·
- (μεταφ. προκ. για ανόητο, αγροίκο άνθρωπο):
- αυτείνος έν βουβάλι (Δεφ., Λόγ. 100).
- 2) (Επιθετ.) που προέρχεται από βουβάλι:
- σακίν βουβάλιν (Σπανός A 457).
[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. ‑ι και σήμ. Η λ. τον 5.-6. αι.]
- 1) Είδος βοοειδούς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουβαλίσιος -α -ο [vuvalísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βουβάλι ή που προέρχεται από αυτό: Bουβαλίσια κέρατα. Bουβαλίσιο κρέας / γάλα.
[βουβάλ(ι) -ίσιος]