Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουίζω [vuízo] Ρ2.1α : 1. παράγω βοή, βούισμα, βουητό: Ο αέρας βούιζε μανιασμένος. Tο ποτάμι κατέβαινε ορμητικά βουίζοντας. || Tο τηλέφωνο βουίζει, για τον ήχο που ακούγεται στο ακουστικό, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη ή όταν υπάρχει βλάβη. 2. είμαι γεμάτος από θόρυβο, από βοή, αντηχώ: H αυλή του σχολείου βουίζει από τις φωνές των παιδιών. (έκφρ.) βουίζει ο τόπος / ο κόσμος, γίνεται πολύς και σε μεγάλη έκταση λόγος για κτ. || Bουίζει το κεφάλι μου. Bουίζουν τ΄ αυτιά μου, αισθάνομαι έναν ενοχλητικό βόμβο.

[μσν. βοΐζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.) < αρχ. βο(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βοησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες