Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βοτανικό το.
-
- (Στον πληθ.) βότανο θεραπευτικό, βοτάνι:
- βοτανικά να γιάνου δε μπορούσι (Ερωτόκρ. Ε´ 149).
[ουδ. του μτγν. επίθ. βοτανικός ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Στον πληθ.) βότανο θεραπευτικό, βοτάνι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοτανικός -ή -ό [votanikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα φυτά: Bοτανικές μελέτες. 2. που αποτελείται από φυτά: Bοτανική συλλογή. || ~ κήπος, χώρος στον οποίο γίνεται υποδειγματική καλλιέργεια φυτών για επιστημονικούς και διδακτικούς σκοπούς.
[λόγ. < ελνστ. βοτανικός (βοτανικός κήπος: μτφρδ. γαλλ. jardin botanique < ελνστ. βοτανικός)]