Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοτανίζω [votanízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη· ξεβοτανίζω, ξεχορταριάζω.
[ελνστ. βοτανίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοτανίζω.
-
- (Προκ. για τη μήτρα) κάνω πλύση με φαρμακευτικά βότανα:
- αι γυναίκες … βοτανίζουν την μήτραν εις το να μη συλληφθώσιν (Νομοκ. 3883).
[μτγν. βοτανίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Προκ. για τη μήτρα) κάνω πλύση με φαρμακευτικά βότανα: