Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοτάνι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτάνι το [votáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βότανο.

[μσν. βοτάνι(ο)ν < ελνστ. βοτάνιον, υποκορ. του αρχ. βοτάνη]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνι το,
βλ. βοτάνιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανίζω [votanízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη· ξεβοτανίζω, ξεχορταριάζω.

[ελνστ. βοτανίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτανίζω.
  • (Προκ. για τη μήτρα) κάνω πλύση με φαρμακευτικά βότανα:
    • αι γυναίκες … βοτανίζουν την μήτραν εις το να μη συλληφθώσιν (Νομοκ. 3883).

[μτγν. βοτανίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανική η [votanikí] Ο29 : κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φυτά ως προς τη μορφή, την υφή, τη γεωγραφική εξάπλωση και την ιστορία τους, φυτολογία. || το σχετικό επιστημονικό βιβλίο: Εγχειρίδιο βοτανικής.

[λόγ. < γαλλ. botanique (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. βοτανικός `που αναφέρεται στα βότανα, στα φυτά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτανικό το.
  • (Στον πληθ.) βότανο θεραπευτικό, βοτάνι:
    • βοτανικά να γιάνου δε μπορούσι (Ερωτόκρ. Ε´ 149).

[ουδ. του μτγν. επίθ. βοτανικός ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανικός -ή -ό [votanikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα φυτά: Bοτανικές μελέτες. 2. που αποτελείται από φυτά: Bοτανική συλλογή. || ~ κήπος, χώρος στον οποίο γίνεται υποδειγματική καλλιέργεια φυτών για επιστημονικούς και διδακτικούς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. βοτανικός (βοτανικός κήπος: μτφρδ. γαλλ. jardin botanique < ελνστ. βοτανικός)]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνιον το· βοτάνι· βοτάνιν.
  • 1) (Γεν.) χόρτο:
    • εις όσον σε αγαπώ η γης βοτάνια ουκ έχει (Ερωτοπ. 596).
  • 2)
    • α) Φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο· γιατρικό:
      • βοτάνια δεν τονε φελού, γιατροί δεν τον εγιαίνα (Ερωτόκρ. Δ´ 838
      • (μεταφ.):
        • το βοτάνιν της ελεημοσύνης του Θεού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 465
    • β) μαγικό βότανο:
      • Όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι (Ριμ. κόρ. 601).
  • 3) Μύρο:
    • Λίτραν βοτάνιν ακριβόν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1119).
  • 4) Πυρίτιδα, μπαρούτι:
    • από τη χώρα να πετούν μπόμπες με το βοτάνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26721).
  • 5) Εύφλεκτο υλικό, το γνωστό ως «υγρόν πυρ», «ελληνικόν πυρ»:
    • είχαν έναν βοτάνιν … και … εποίκαν μεγάλην ζημίαν των κατέργων (Μαχ. 36012).

[μτγν. ουσ. βοτάνιον. Ο τ. ι και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτάνισμα το [votánizma] Ο49 : η ενέργεια του βοτανίζω, το ξεχορτάριασμα· ξεβοτάνισμα.

[βοτανισ- (βοτανίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες