Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσνιακός -ή -ό [vosniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bοσνία ή στους Bοσνίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bοσνιακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Bοσνιακά προϊόντα.
[λόγ. Bοσνί(α) -ακός < γαλλ. Bosn(ie) -ία (από τα σλαβ.) (ορθογρ. δαν.)]