Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσκότοπος ο [voskótopos] Ο20 : τόπος γεμάτος χόρτα, κατάλληλος για βοσκή· βοσκοτόπι, βοσκή2β: Πολλά χωράφια εγκαταλείφθηκαν και έγιναν βοσκότοποι.
[βοσκ(ή) -ο- + -τοπος]