Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσκός ο [voskós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με τη βόσκηση ζώων (ιδ. βοοειδών και αιγοπροβάτων), που τα οδηγεί στη βοσκή και τα επιτηρεί ενώ βόσκουν· ποιμένας, τσομπάνος.
[αρχ. βοσκός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοσκός ο.
-
- 1) Βοσκός:
- με περίσσα ευγενικούς βοσκούς γυρίζ’ ομάδι (Πανώρ. Πρόλ. 45).
- 2) Αρχηγός:
- ευχαρίζομαί σας πως … θέλετέ με δια βοσκόν σας (Μαχ. 38429).
[μτγν. ουσ. βοσκός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βοσκός: