Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσκοπούλα η [voskopúla] Ο25α : νεαρή κοπέλα που βόσκει ζώα, ιδίως βοοειδή και αιγοπρόβατα.
[βοσκ(ός) -οπούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοσκοπούλα η.
-
- Βοσκοπούλα:
- Αθούσα, …, στολή τω βοσκοπούλω (Πανώρ. Γ´ 481).
[<ουσ. βοσκός + κατάλ. ‑πούλα. Η λ. και σήμ.]
- Βοσκοπούλα: