Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσκή η [voskí] Ο29 : 1. (για φυτοφάγα ζώα) η ενέργεια του βόσκω1, η αναζήτηση τροφής: Bγάζω / πάω τα ζώα για ~. Kοτόπουλα ελευθέρας βοσκής. 2α. αυτοφυή χόρτα που φυτρώνουν σε ακαλλιέργητους συνήθ. τόπους και χρησιμεύουν ως τροφή ζώων· νομή 1: Aπό τη βαρυχειμωνιά κάηκαν οι βοσκές. β. ο τόπος όπου φυτρώνουν χόρτα κατάλληλα για τροφή ζώων· βοσκοτόπι, βοσκότοπος: Tο χωριό έχει πλούσιες βοσκές.
[αρχ. βοσκή]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοσκή η.
-
- 1) Βόσκηση (ή βοσκοτόπι):
- Στρέφεται πάσα ζον εις την βοσκήν του (Κυπρ. ερωτ. 7825).
- 2) (Σε μεταφ.) κοπάδι, ποίμνιο:
- είμαστε … πρόβατα της βοσκής του (ενν. του Θεού) (Χριστ. διδασκ. 66).
[αρχ. ουσ. βοσκή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βόσκηση (ή βοσκοτόπι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόσκημα το [vóskima] Ο49 : η βόσκηση.
[βοσκη- (βόσκω) -μα ή αρχ. βόσκημα `τροφή΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόσκηση η [vóskisi] Ο33 : η ενέργεια του βόσκω· βοσκή: Aπαγορεύεται η ~ ζώων κοντά στην εθνική οδό.
[λόγ. < ελνστ. βόσκη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοσκήσιμος -η -ο [voskísimos] Ε5 : (για τόπο) που είναι κατάλληλος για να βόσκουν ζώα: Bοσκήσιμες εκτάσεις.
[λόγ. βόσκησ(ις) -ιμος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βόσκησις ‑ση η.
-
- 1) Βοσκή (μεταφ.):
- πάγω εις την βόσκησιν και εις την προσευχή μου (Ευγέν. 1297).
- 2) Βοσκότοπος:
- βόσκησες πολλές και καρπερά κουράδια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [798]).
[μτγν. ουσ. βόσκησις. Η λ. (‑ση) και σήμ. λόγ.]
- 1) Βοσκή (μεταφ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- βοσκητικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με βοσκό:
- φόρεμα … βοσκητικόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [60]).
[<βόσκω + κατάλ. ‑τικός]
- Που σχετίζεται με βοσκό: