Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βορικός -ή -ό [vorikós] Ε1 : που περιέχει βόριο, που παράγεται από αυτό: Bορικό οξύ. Bορικά άλατα. || (ως ουσ.) το βορικό, το βορικό οξύ, λευκή κρυσταλλική ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως ως αντισηπτικό.
[λόγ. < γαλλ. borique < bor = βόρ(ιο) -ique = -ικός]