Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βορικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βορικός -ή -ό [vorikós] Ε1 : που περιέχει βόριο, που παράγεται από αυτό: Bορικό οξύ. Bορικά άλατα. || (ως ουσ.) το βορικό, το βορικό οξύ, λευκή κρυσταλλική ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως ως αντισηπτικό.

[λόγ. < γαλλ. borique < bor = βόρ(ιο) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες