Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοριάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοριάς ο [vorjás] Ο1 : 1. ο βόρειος άνεμος: Φύσηξε ~ και πάγωσε το χιόνι. 2. (οικ.) ο βορράς: Tράβηξε κατά το βοριά. βοριαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, ελαφρός βόρειος άνεμος: Tο γύρισε σε ~.

[μσν. βοριάς < αρχ. βορέας, με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βοριάς ο,
βλ. βορράς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες