Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βορειοηπειρωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βορειοηπειρωτικός -ή -ό [vorioipirotikós] Ε1 & βορειοηπειρώτικος -η -ο [vorioipirótikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bόρεια Ήπειρο ή στους Bορειοηπειρώτες.

[λόγ. βορειο- + ηπειρωτικός 2· βορειο- + ηπειρώτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες