Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βορεινός, επίθ.
-
- 1) Που βρίσκεται προς το βορρά:
- εκ της θύρας της βορεινής (Παϊσ., Ιστ. Σινά 988).
- 2) (Προκ. για άνεμο) που έρχεται από το βορρά:
- στο φύσημα το βορεινό (Αχέλ. 656).
[μτγν. επίθ. βορεινός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που βρίσκεται προς το βορρά: