Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βομβώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βομβώ [vomvó] Ρ10.9α : παράγω βόμβο· βουίζω.

[λόγ. < αρχ. βομβῶ (ηχομιμ., δες στο βόμβος)]

[Λεξικό Κριαρά]
βομβών ο,
βλ. βουβών.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες