Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βομβιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βομβιστικός -ή -ό [vomvistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το βομβιστή: Bομβιστικές επιθέσεις / ενέργειες.

[λόγ. βομβιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες