Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βομβητής ο [vomvitís] Ο7 : 1. τηλεγραφική συσκευή λήψης σημάτων, που μετατρέπει τα σήματα συνεχούς ρεύματος σε ακουστικά. 2. συσκευή ακουστικών κλήσεων που παράγει χαρακτηριστικό ήχο.
[λόγ. < ελνστ. βομβητής `που βουίζει΄ σημδ. αγγλ. buzzer]