Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βολτάμετρο το [voltámetro] Ο40 : όργανο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση ποσοτήτων ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. voltamètre < Volta (δες στο βολτ) + -mètre < αρχ. μέτρον]