Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βολβός ο [volvós] Ο17 : 1. (βοτ.) α. υπόγειος βλαστός φυτού διογκωμένος, σε σχήμα κρεμμυδιού. β. ονομασία ριζών που τρώγονται. 2. (ανατ.) σφαιροειδές όργανο ή τμήμα οργάνου του σώματος ανθρώπων και ζώων: ~ οφθαλμού / τρίχας / αορτής / δωδεκαδακτύλου.
[λόγ. < αρχ. βολβός]