Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βολά η.
-
- (Επιρρ.)
- α) (Σε αιτιατ. με αριθμητ. ή ποσοτικό επίθ.) μία ή περισσότερες φορές:
- Μια … βολά να μου γροικήσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [299])·
- β) (σε αιτιατ. με το αριθμητ. μία) κάποτε:
- αν η νιότης μια βολά διαβεί (αυτ. Γ´ [699]).
- α) (Σε αιτιατ. με αριθμητ. ή ποσοτικό επίθ.) μία ή περισσότερες φορές:
[<ουσ. βολή. Η λ. στο Du Cange (‑λαί) και σήμ. ιδιωμ.]
- (Επιρρ.)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βολάν 1 το [volán] Ο (άκλ.) : λουρίδα από ύφασμα ή από δαντέλα, που στολίζει γυναικεία φορέματα, κουρτίνες κτλ.· φραμπαλάς: Φόρεμα με ~ στα μανίκια / στο ντεκολτέ.
βολανάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. volant]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βολάν 2 το : τιμόνι αυτοκινήτου: Έκατσε στο ~ κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Είναι άσος του ~, οδηγεί αριστοτεχνικά.
[λόγ. < γαλλ. volant]