Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοηθώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοηθώ [voiθó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. παρέχω, προσφέρω βοήθεια, συνδρομή (υλική, ηθική κτλ.): Bοηθάει τους γονείς της οικονομικά. Bοηθάει τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού. Σ΄ ευχαριστώ που με βοήθησες. Ο Θεός να σε βοηθάει, ως ευχή. Δεν τον βοήθησε η τύχη. Δε με βοηθάει η μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ. || ελεώ: Bοηθάει τους φτωχούς. Bοηθήστε τον αόμματο! || (για αλληλοπάθεια) Tα αδέρφια βοηθιούνται μεταξύ τους, βοηθάει ο ένας τον άλλο. 2. συμβάλλω, συντελώ: H καθιέρωση της δημοτικής βοήθησε στη λύση του γλωσσικού προβλήματος. H τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην αποκέντρωση. 3. ωφελώ, χρησιμεύω: Οι συμβουλές σου με βοήθησαν πολύ. Δε θα σε βοηθήσουν τα δάκρυα.

[αρχ. βοηθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
βοηθώ· αβοηθώ· βοθώ· βουηθώ· βουθώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια, βοηθώ:
        • (Μαχ. 227), (Πανώρ. Β´ 598
      • β) (απόλυτα) βοηθώ (καταβάλλοντας προσπάθεια, πασχίζοντας):
        • απάνω κάτω να βουηθά (ενν. ο ναύτης) (Ερωτόκρ. Δ´ 663).
    • 2) Συντρέχω, υποστηρίζω, προστατεύω:
      • βουήθησε το ριζικό, τ’ άστρη μ’ ελυπηθήκα (Ερωτόκρ. Ε´ 891).
    • 3) Ευνοώ:
      • ο πόθος καθημερινόν εμέν βουθά μου (Κυπρ. ερωτ. 10212).
    • 4) (Προκ. για άρρωστο) βοηθώ ανακουφίζοντας, γιατρεύοντας:
      • Το λασμαρίν τους άρρωστους … βουθά τους (Κυπρ. ερωτ. 1155).
    • 5) Διευκολύνω:
      • η νύκτα τους εβόθησε κι εφύγαν (Αλεξ. 878).
    • 6) Ωφελώ:
      • ανέ βοηθάσαι μετά μας (Θυσ. 614).
  • II. (Μέσ.) βοηθώ τον εαυτό μου (υλικά ή ηθικά), βρίσκω λύση, διέξοδο (στην προσπάθειά μου):
    • πώς μπορώ να βουηθηχτώ στου πόθου το κανίσκι …; (Ερωτόκρ. Γ´ 353).

[αρχ. βοηθέω. Οι τ. αβοηθώ, βοθώ και βουθώ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. βουηθώ και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες