Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοηθός ο [voiθós] Ο17 θηλ. βοηθός [voiθós] Ο34 : αυτός που βοηθάει κπ. α. αυτός που κάνει δευτερεύουσα, συμπληρωματική εργασία: ~ σερβιτόρου / μαγείρου. Οικιακή ~. Πήρα ένα βοηθό στη δουλειά. β. αυτός που εργάζεται κάτω από τις διαταγές ή την εποπτεία κάποιου ιεραρχικά ανώτερου: ~ καθηγητή / λογιστή / σκηνοθέτη / γυμνασιάρχη. Σχολή βοηθών ιατρικών επαγγελμάτων. || (ευχή) ο Θεός* ~! || (ως επίθ.): ~ διαχειριστής.
[αρχ. βοηθός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοηθός, επίθ.· βοθιός· βουηθός.
-
- α) Που δίνει, που προσφέρει βοήθεια·
- (ως ουσ.) αρωγός, συνεργάτης, υποστηρικτής:
- (Φλώρ. 618)·
- στον κίνδυνόν της βοηθόν βάτον επροσκαλείτον (Αιτωλ., Μύθ. 84)·
- (ως ουσ.):
- σπλαγχνικότατος βοηθός (Φαλιέρ., Ιστ. 211)·
- προξενητής ο πόθος σας, βουηθός το ριζικό μου (Ερωφ. Ε´ 364)·
- (ως ουσ.) αρωγός, συνεργάτης, υποστηρικτής:
- β) προστάτης:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46226)·
- Κύριος ο Θεός βοηθός (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17120).
[αρχ. επίθ. βοηθός. Ο τ. βου‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ως ουσ.]
- α) Που δίνει, που προσφέρει βοήθεια·