Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοηθητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βοηθητικός, επίθ.
  • Που μπορεί να βοηθήσει, χρήσιμος, ωφέλιμος:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2146).

[αρχ. επίθ. βοηθητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοηθητικός -ή -ό [voiθitikós] Ε1 : 1. που βοηθάει, που ενισχύει κπ. σε κτ.: Bοηθητικά όργανα / βιβλία. 2. που δεν είναι κύριος, που δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο, συμπληρωματικός: Bοηθητικό προσωπικό. Bοηθητικές ρόδες / εργασίες. ~ ρόλος. Bοηθητικοί χώροι διαμερίσματος (κυρ. κουζίνα, τουαλέτα, διάδρομοι, χολ). || (γραμμ.) βοηθητικά ρήματα, τα ρήματα έχω και είμαι που χρησιμεύουν στον περιφραστικό σχηματισμό των συντελεσμένων χρόνων των ρημάτων, όπως και αντίστοιχα ρήματα σε ξένες γλώσσες. || βοηθητικά μόρια, τα μόρια να, θα, που χρησιμεύουν στο σχηματισμό του μέλλοντα και της υποτακτικής στα νέα ελληνικά. || (στρατ., ως ουσ.) ο βοηθητικός, στρατιώτης μη μάχιμος, ικανός μόνο για βοηθητικές υπηρεσίες λόγω παθήσεως, σωματικής ατέλειας ή αναπηρίας. βοηθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. βοηθητικός `πρόθυμος να βοηθήσει΄ σημδ. γαλλ. auxiliaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες