Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοεβόδας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοεβόδας ο [voevóδas] & βοϊβόδας ο [v(oi)vóδas] Ο2 θηλ. βοϊβοδίνα [v(oi)voδína] Ο26 : τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί ή πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και στην ευρωπαϊκή Tουρκία. || (θηλ.) η σύζυγος του βοεβόδα. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, για ανθρώπους που θέλουν να επιδεικνύονται κοινωνικά, χωρίς να έχουν και τις ανάλογες προϋποθέσεις.

[μσν. βοεβόδας, βοϊβόδας < σλαβ. wojevod(e), voivod(a) -ας· βοϊβόδ(ας) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
βοεβόδας ο· βεϊβόδας· βοϊβόδας· βόιβονδας· βοϊβόνδας· βοϊβόντας· πληθ. βοϊβόντηδες.
  • 1) Επίσημος τίτλος των αρχόντων της Μολδαβίας και Βλαχίας:
    • από τον δεσπότην Σερβίας και από βεϊβόδαν Βλαχίας (Δούκ. 2394
    • με τον Μιχάλη βοϊβόδα (Συναδ. φ. 14r).
  • 2) Διοικητής (πόλης, κλπ.):
    • κνέζηδες, βοϊβόντηδες της βασιλείας όλοι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1210]).
  • 3) Στρατηγός:
    • εσέβην Αλέξανδρος με τον βοϊβόντα τον … Πτολεμαίον (Διήγ. Αλ. V 32).
  • 4) Ο κατά τόπους εκπρόσωπος της κεντρικής οθωμανικής αρχής με διοικητικές, αστυνομικές και οικονομικές δικαιοδοσίες:
    • να βάλουν τον βοϊβόντα να έλθει να σε πιάσει … να σε έχει εις το χάψι (Συναδ. φ. 62ν).

[<σλαβ. vojevoda· πβ. βουλγ. vojvóda, τουρκ. vóyvoda. Λ. βοέβοδος το 10. αι. Ο τ. βοϊβόδας (14. αι., LBG), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 14. αι. (βλ. ό.π.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες