Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοδινός -ή -ό [voδinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο βόδι, που προέρχεται από αυτό: ~ κιμάς. Bοδινό κρέας. || (ως ουσ.) το βοδινό, το κρέας του βοδιού ή της αγελάδας: Σήμερα φάγαμε βοδινό στο φούρνο με πατάτες.
[μσν. *βοδινός (πρβ. μσν. βοϊνός) < βόδ(ι) -ινός]