Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοδινός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοδινός -ή -ό [voδinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο βόδι, που προέρχεται από αυτό: ~ κιμάς. Bοδινό κρέας. || (ως ουσ.) το βοδινό, το κρέας του βοδιού ή της αγελάδας: Σήμερα φάγαμε βοδινό στο φούρνο με πατάτες.

[μσν. *βοδινός (πρβ. μσν. βοϊνός) < βόδ(ι) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες