Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βογκώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βογκώ [voŋgó] & -άω Ρ10.2α : 1. βγάζω βαθιά, άναρθρη φωνή λόγω ψυχικού ή σωματικού πόνου: Ο τραυματίας βογκούσε από τους πόνους. Aπό τότε που έχασε τον άντρα της, χτυπιέται και βογκάει όλη μέρα. 2. (μτφ.) παράγω υπόκωφο ήχο, όμοιο με βογκητό: H μηχανή του παλιού φορτηγού βογκάει στον ανήφορο. Tα κλαδιά των δέντρων βογκούσαν, καθώς τα έδερνε ο αέρας.

[μσν. γογγώ (ορθογρ. απλοπ.) παρετυμ. από το βοΐζω (δες στο βουίζω) < ελνστ. γογγ(ύζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γογγυσ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες