Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοήθεια η [voíθia] Ο27 & [voíθia] Ο25 λόγ. γεν. και βοηθείας : 1. η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας: Zητώ / δίνω / προσφέρω ~. Για να βγάλουν συμπέρασμα, ζήτησαν τη ~ ειδικών. Xωρίς ~ δεν τα βγάζω πέρα. (έκφρ.) δίνω χέρι* βοήθειας. (λόγ.) χείρα* βοηθείας. || (επιφ.) βοήθεια!, επίκληση κάποιου που διατρέχει κίνδυνο. || (ιατρ.) Πρώτες βοήθειες, πρόχειρη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων: Tου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σταθμός πρώτων βοηθειών, ιατρείο όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. 2. ό,τι παρέχεται ως αρωγή, συνδρομή και οι φορείς της: Tεχνική / οικονομική ~. H ~ προς τις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. H ~ έφτασε αργά στους πολιορκημένους. || ελεημοσύνη: Δώστε μια ~, χριστιανοί, στον ανάπηρο. ΦΡ η εξ ύψους* ~. || (ευχή) βοήθειά μας (η Παναγία, ο άγιος κτλ.), να μας βοηθάει. (γνωμ.) όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό ~.
[αρχ. βοήθεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοήθεια η· βοηθεία· βοηθειά· βούθεια.
-
- 1)
- α) Υλική ή ηθική βοήθεια:
- (Κορων., Μπούας 74), (Ασσίζ. 28321)·
- β) η αιτιατ. σε επίκληση:
- έβαλεν φωνές: «Βοήθειαν! ελεημοσύνην!» (Μαχ. 26629)·
- γ) συνδρομή, επικουρία, υποστήριξη:
- έβρεξεν εις την βούθειαμ μας (Κυπρ. ερωτ. 808)·
- δ) στήριγμα, προστασία:
- (Χρον. σουλτ. 8917)·
- ε) ανακούφιση:
- εις τόσον πάθος έφτασα … κι αργά ’ναι πάσα βούθεια (Κυπρ. ερωτ. 9134).
- α) Υλική ή ηθική βοήθεια:
- 2)
- α) Τα πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν τη βοήθεια:
- (Κορων., Μπούας 109, 127)·
- β) Το υλικό μέρος της βοήθειας:
- δέδωκαν δωρεάς … και βοήθειαν αρκούσαν (Ιστ. πολιτ. 699).
- α) Τα πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν τη βοήθεια:
[αρχ. ουσ. βοήθεια. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- βοηθειαστά, επίρρ.· βουθειαστά.
-
- Καλώντας σε βοήθεια:
- βουθειαστά θλιβούμαι (Κυπρ. ερωτ. 1171).
[<ουσ. βοήθεια κατά τα επιρρ. σε ‑στά]
- Καλώντας σε βοήθεια: