Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοή η [voí] & βουή η [vuí] Ο29α : συνεχής θόρυβος· βούισμα, βουητό. α. συγκεχυμένος, ακαθόριστος ήχος: H ~ του δρόμου / του πλήθους / της μάχης. (έκφρ.) διά βοής, με φωνές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας: Tο ψήφισμα εγκρίθηκε διά βοής από τους συγκεντρωμένους. β. υπόκωφος ήχος: H ~ της θάλασσας / των κυμάτων / του ποταμού.
[αρχ. βοή· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοή η.
-
- 1)
- α) Φωνή δυνατή:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14724)·
- β) φωνή συγκεχυμένη, οχλαγωγία:
- βοές πολλών ανθρώπων (Παλαμήδ., Βοηβ. 999)·
- γ) κραυγή (ιδ. θρηνητική):
- βοής συν κλαυθμῴ τον αέρα πληρούντες (Δούκ. 28316).
- α) Φωνή δυνατή:
- 2) Ταραχή, θόρυβος συγκεχυμένος:
- βοή πολλή εγίνηκε, σύγχυσις και αντάρα (Διακρούσ. 9322).
[αρχ. ουσ. βοή. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοήθεια η [voíθia] Ο27 & [voíθia] Ο25 λόγ. γεν. και βοηθείας : 1. η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας: Zητώ / δίνω / προσφέρω ~. Για να βγάλουν συμπέρασμα, ζήτησαν τη ~ ειδικών. Xωρίς ~ δεν τα βγάζω πέρα. (έκφρ.) δίνω χέρι* βοήθειας. (λόγ.) χείρα* βοηθείας. || (επιφ.) βοήθεια!, επίκληση κάποιου που διατρέχει κίνδυνο. || (ιατρ.) Πρώτες βοήθειες, πρόχειρη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων: Tου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σταθμός πρώτων βοηθειών, ιατρείο όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. 2. ό,τι παρέχεται ως αρωγή, συνδρομή και οι φορείς της: Tεχνική / οικονομική ~. H ~ προς τις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. H ~ έφτασε αργά στους πολιορκημένους. || ελεημοσύνη: Δώστε μια ~, χριστιανοί, στον ανάπηρο. ΦΡ η εξ ύψους* ~. || (ευχή) βοήθειά μας (η Παναγία, ο άγιος κτλ.), να μας βοηθάει. (γνωμ.) όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό ~.
[αρχ. βοήθεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοήθεια η· βοηθεία· βοηθειά· βούθεια.
-
- 1)
- α) Υλική ή ηθική βοήθεια:
- (Κορων., Μπούας 74), (Ασσίζ. 28321)·
- β) η αιτιατ. σε επίκληση:
- έβαλεν φωνές: «Βοήθειαν! ελεημοσύνην!» (Μαχ. 26629)·
- γ) συνδρομή, επικουρία, υποστήριξη:
- έβρεξεν εις την βούθειαμ μας (Κυπρ. ερωτ. 808)·
- δ) στήριγμα, προστασία:
- (Χρον. σουλτ. 8917)·
- ε) ανακούφιση:
- εις τόσον πάθος έφτασα … κι αργά ’ναι πάσα βούθεια (Κυπρ. ερωτ. 9134).
- α) Υλική ή ηθική βοήθεια:
- 2)
- α) Τα πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν τη βοήθεια:
- (Κορων., Μπούας 109, 127)·
- β) Το υλικό μέρος της βοήθειας:
- δέδωκαν δωρεάς … και βοήθειαν αρκούσαν (Ιστ. πολιτ. 699).
- α) Τα πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν τη βοήθεια:
[αρχ. ουσ. βοήθεια. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- βοηθειαστά, επίρρ.· βουθειαστά.
-
- Καλώντας σε βοήθεια:
- βουθειαστά θλιβούμαι (Κυπρ. ερωτ. 1171).
[<ουσ. βοήθεια κατά τα επιρρ. σε ‑στά]
- Καλώντας σε βοήθεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- βοήθειο το· βοθειό.
-
- Βοήθεια, συμπαράσταση, σωτηρία:
- ο Θεός … εις το βοθειό μου και εγλύτωσέ με (Πεντ. Έξ. ΧVIII 4).
[<ουσ. βοήθεια. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βοήθεια, συμπαράσταση, σωτηρία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοήθημα το [voíθima] Ο49 : 1. ό,τι παρέχεται (κυρ. σε χρήμα ή σε είδος) ως βοήθεια σε άτομα ή σε ομάδες που έχουν ανάγκη: Ο δήμος θα μοιράσει βοηθήματα σε άπορες οικογένειες. Δε δικαιούται σύνταξη, παίρνει μόνο ένα μικρό ~. 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος πληροφορίες και υλικό, για να το χρησιμοποιήσει για συγγραφή ή μελέτη: Tο βιβλίο που κυκλοφόρησε, αποτελεί ένα πολύτιμο ~ για τους μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και άλλα βοηθήματα.
[λόγ. < ελνστ. βοήθημα, αρχ. σημ.: `υποστήριξη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοήθημα το· βούθημαν.
-
- α) Αυτό που βοηθά, συντελεί στη θεραπεία:
- σημείον δε του καλώς έχειν αυτόν εστίν όταν εύρῃς το βοήθημα χαύνον (Ιερακοσ. 48816)·
- β) φάρμακο:
- (Ασσίζ. 18330).
[αρχ. ουσ. βοήθημα. Η λ. και σήμ.]
- α) Αυτό που βοηθά, συντελεί στη θεραπεία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοηθηματούχος ο [voiθimatúxos] Ο18 : αυτός που δικαιούται, που παίρνει κάποιο βοήθημα, ιδίως χρηματικό: Οι βοηθηματούχοι του δημοσίου / του IKA.
[λόγ. βοηθηματ- (βοήθημα) + -ούχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοηθητής ο.
-
- Αυτός που ενδιαφέρεται, βοηθεί και συντρέχει κάπ.:
- ο Κύριος είναι ο συντρομητής (σημ. βοηθητής, …) της ψυχής μου (Χριστ. διδασκ. 113).
[<βοηθώ + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ. Τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτός που ενδιαφέρεται, βοηθεί και συντρέχει κάπ.: