Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλεπιάς ο.
-
- Φρουρός, επιτηρητής:
- η αφεντία του τόπου ένι κρατούμενη … να βάλει τους βλεπιάδες απάνω του (Ασσίζ. 4731).
[<βλέπω + κατάλ. ‑ιάς. Η λ. στο Du Cange (‑ιάδες) και σήμ. κρητ.]
- Φρουρός, επιτηρητής: