Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλεπάτορος ο.
-
- Φρουρός, φύλακας:
- οι βλεπάτοροι … εκοιμήθησαν (Μαχ. 38622).
[<ουσ. βλεπάτορας· πβ. βιγλάτορος. Τ. ‑του‑ σήμ. κυπρ.]
- Φρουρός, φύλακας:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. βλεπάτορας· πβ. βιγλάτορος. Τ. ‑του‑ σήμ. κυπρ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |