Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλεννώδης -ης -ες [vlenóδis] Ε11 : που περιέχει βλέννα, που μοιάζει με βλέννα: Bλεννώδεις ουσίες / πλάκες. Bλεννώδη εκκρίματα.
[λόγ. < αρχ. βλεννώδης]