Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλεννογόνος -ος -ο [vlenoγónos] Ε14 : που παράγει ή που εκκρίνει βλέννα: Bλεννογόνοι αδένες / θύλακοι. || (ως ουσ.) ο βλεννογόνος (υμένας ή χιτώνας), μεμβράνη που καλύπτει εσωτερικά ορισμένες κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος: Εντερικός / γαστρικός / στοματικός / ρινικός ~.
[λόγ. βλένν(α) -ο- + -γόνος]