Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλεμματίζω.
-
- Ρίχνω βλέμματα, βλέπω:
- αλλήλως εβλεμμάτισαν (Διγ. Esc. 1215).
[<ουσ. βλέμμα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Ρίχνω βλέμματα, βλέπω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. βλέμμα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |