Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλεμματίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλεμματίζω.
  • Ρίχνω βλέμματα, βλέπω:
    • αλλήλως εβλεμμάτισαν (Διγ. Esc. 1215).

[<ουσ. βλέμμα + κατάλ. ίζω. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες