Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαστός ο [vlastós] Ο17 : 1. το τμήμα φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και φέρει τα φύλλα και τα κλαδιά· στέλεχος: Λεπτός / χοντρός / ξυλώδης / ποώδης ~. 2. το νέο βλαστάρι: Tρυφερός / χλωρός ~. Tο φυτό έβγαλε καινούριους βλαστούς. 3. (μτφ.) παιδί, απόγονος· γόνος: Ο νεαρός ~ της οικογένειας.
[αρχ. βλαστός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλαστός ο.
-
- 1) Βλαστάρι φυτού, κλαδί:
- (Ερωτόκρ. Β´ 209).
- 2) (Μεταφ.) γόνος, τέκνο:
- (Λίμπον. 35).
[αρχ. ουσ. βλαστός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βλαστάρι φυτού, κλαδί: