Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαστολογώ [vlastoloγó] Ρ10.11α : κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό.
[ελνστ. βλαστολογῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλαστολογώ.
-
- Κόβω βλαστούς αμπελιού ή άλλου φυτού, για να αναπτυχθεί καλύτερα:
- (Καλλίμ. 2459).
[μτγν. βλαστολογέω. Η λ. και σήμ.]
- Κόβω βλαστούς αμπελιού ή άλλου φυτού, για να αναπτυχθεί καλύτερα: