Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαστικός -ή -ό [vlastikós] Ε1 : 1. (βοτ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο βλαστό ή στη βλάστηση. 2. (ανατ., βιολ.) Bλαστικά δέρματα, τα τρία στρώματα εμβρυϊκών κυττάρων από τα οποία προέρχονται οι ιστοί στους περισσότερους πολυκύτταρους οργανισμούς.
[λόγ. < ελνστ. βλαστικός]