Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαστάρι το [vlastári] Ο44 : 1. καινούριο και συνήθ. τρυφερό τμήμα βλαστού φυτών ή δέντρων: Kόβουν τα βλαστάρια για να δυναμώσει ο κορμός. 2. φαγώσιμος βλαστός διάφορων φυτών: Mαζεύει / τρώει βλαστάρια. 3. (μτφ.) μικρό και συνήθ. μοναδικό παιδί οικογένειας.
βλασταράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βλαστάριον υποκορ. του αρχ. βλαστ(ός) -άριον > -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλαστάρι το.
-
- 1)
- α) Νέος βλαστός φυτού:
- Έχασα σένα τον υιόν, οπού ’σουν σαν βλαστάρι (Αιτωλ., Βοηβ. 126)·
- β) (μεταφ.) δημιούργημα:
- να μην ανοίξουσι (ενν. τα αρχοντικά κλωνάρια) της ευγενειάς βλαστάρια (Ζήν. Β´ 144).
- α) Νέος βλαστός φυτού:
- 2) Τέκνο:
- του Ιεσσαί βλαστάρι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 717).
[<ουσ. βλαστός + κατάλ. ‑άρι. Τ. ‑ιον στο ΕΜ (L‑S)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ.]
- 1)