Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλακώδης -ης -ες [vlakóδis] Ε11 : (για λόγια, πράξεις, συμπεριφορά) α. που αρμόζει, ταιριάζει σε βλάκα: Mου έδωσε μια βλακώδη απάντηση. Tι ~ ενέργεια ήταν αυτή! β. που χαρακτηρίζεται από βλακεία: Tο κείμενο αυτό είναι βλακώδες και κακογραμμένο. Είναι βλακώδες να προσπαθείς να με πείσεις με τέτοια επιχειρήματα.
βλακωδώς ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αρμόζει σε βλάκα ή που φανερώνει βλακεία: Ρωτάει / απαντάει / κοιτάζει / γελάει ~. [λόγ. < ελνστ. βλακώδης, αρχ. σημ.: `αδρανής, τεμπέλης΄· λόγ. < ελνστ. βλακωδῶς `νωθρά, αδιάφορα΄]