Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλακεία η [vlakía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του βλάκα, η διανοητική καθυστέρηση· ηλιθιότητα*. ANT εξυπνάδα: H ~ του δεν έχει όρια. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας, συγχωρείται επειδή είναι βλάκας, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση. ΦΡ φόρος* βλακείας. || (συνήθ. πληθ.) λόγια, πράξεις, ενέργειες που αρμόζουν σε βλάκα: Mη λες / κάνεις βλακείες. Έχασε την περιουσία του από βλακείες. Aυτό που είπες / έκανες είναι καθαρή ~. 2. (ψυχιατρ.) βαθμός ανεπαρκούς ανάπτυξης της ευφυΐας.
[λόγ. < αρχ. βλακεία]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλακεία η.
-
- Ενέργεια ανόητη, μωρία:
- ορών τον Μουσταφάν εν βλακείαις ζώντα (Δούκ. 21126).
[αρχ. ουσ. βλακεία. Η λ. και σήμ.]
- Ενέργεια ανόητη, μωρία: