Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλακέντιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλακέντιος ο [vlakéndios] Ο20 : (οικ.) βλάκας.

[λόγ. βλακ- (δες βλάκας) + -έντιος ίσως περιπαιχτικά < λατ. επίθημα συγκρ. βαθμού -entius, π.χ. λατ. prominentius `που προέχει, που διακρίνεται περισσότερο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες