Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλαβερός, επίθ.
-
- 1)
- α) Βλαβερός:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1552), (Ιερακοσ. 41726)·
- β) φρ. βλαβερόν έχω = υφίσταμαι κ. ως ποινή:
- (Ελλην. νόμ. 55624).
- α) Βλαβερός:
- 2) (Προκ. για μέρος του σώματος) που μπορεί να πληγωθεί επικίνδυνα:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1396).
- 3) Πληγωμένος:
- τόσά ’τον (ενν. ο Αρκίτας) μέσα βλαβερός από το σύμπεσμά του (Θησ. Ι´ [112]).
[αρχ. επίθ. βλαβερός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαβερός -ή -ό [vlaverós] Ε1 : που επιφέρει βλάβη· επιβλαβής. ANT ωφέ λιμος: Bλαβερά φαγητά / έντομα. Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος / του αλκοόλ.
βλαβερά ΕΠIΡΡ. [αρχ. βλαβερός]