Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλέψη η [vlépsi] Ο31 (συνήθ. πληθ.) : 1. σύνολο στόχων, σκοπών στους οποίους τείνει, αποβλέπει κάποιος και για τους οποίους καταβάλλει προσπάθειες: Έχει βλέψεις στο βασιλικό θρόνο. H αρρώστια του τον υποχρέωσε να περιορίσει τις πολιτικές του βλέψεις. 2. διεκδικήσεις σε βάρος κάποιου: H Γερμανία είχε εδαφικές βλέψεις σε βάρος των γειτόνων της.
[λόγ. < ελνστ. βλέψις `κοίταγμα, εξέταση΄ (-σις > -ση) σημδ. γερμ. Absichten (πληθ.)]