Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλέφαρο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλέφαρο το [vléfaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ευκίνητες πτυχές (από δέρμα και μυς) που επικαλύπτουν και προφυλάσσουν τα μάτια· ματόφυλλα: Aπαλά / πρησμένα / κλειστά / ανοιχτά βλέφαρα. Είχε τα βλέφαρα κλειστά, αλλά δεν κοιμόταν. Nιώθω τα βλέφαρά μου βαριά, νυστάζω. (έκφρ.) δεν κλείνω ~, δεν κοιμάμαι: Δεν έκλεισα ~ όλη τη νύχτα. ΦΡ (λαϊκ.) ρίχνω (ένα) ~, μια ματιά: Δώσε μου την εφημερίδα να ρίξω ένα ~.

[αρχ. βλέφαρον]

[Λεξικό Κριαρά]
βλέφαρον το.
  • 1) Βλέφαρο:
    • (Διγ. Z 144).
  • 2) Βλέμμα, ματιά:
    • δεινόν … βλέφαρον (Λίβ. (Lamb.) N 262).
  • 3) Μέτωπο:
    • Το βλέφαρόν της ήτονε πλατύ ουχί περίσσια (Θησ. ΙΒ´ [551]).

[αρχ. ουσ. βλέφαρον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλεφαρόπτωση η [vlefaróptosi] Ο33 : (ιατρ.) χαλάρωση και πτώση του άνω βλεφάρου.

[λόγ. < γαλλ. blépharoptose < αρχ. βλέφαρο(ν) + πτῶ(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλεφαρόσπασμος ο [vlefaróspazmos] Ο20 : ακούσια σύσπαση των βλεφάρων (συνήθ. σε γέροντες ή σε νευρικά άτομα).

[λόγ. < γαλλ. blépharo spasme < αρχ. βλέφαρο(ν) + σπασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες